Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Ο πετεινός και η κότα στην αρχαία Ελλάδα



Gallus Gallinaceus. 

Ἀλέκτωρ = ο πετεινός (ποιητική λέξη στην αττική διάλεκτο, αλλά η συνήθης λέξη εκτός Αττικής και στη μεταγενέστερη Ελληνική). Η λέξη ἀλεκτρυών χρησιμοποιείται τόσο για τον κόκορα όσο και για την κότα (αν και η λέξη ὄρνις συχνά την αντικαθιστά για την κότα, μερικές φορές μαζί με προσδιοριστικά επίθετα όπως «οικιακή» ή «θηλυκή»). Ἀλεκτορίς = κότα (για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη) και ἀλεκτοριδεύς = κοτόπουλο.
Το πουλί εξημερώθηκε από το είδος Gallus Gallus στην πατρίδα του, τη νοτιοανατολική Ασία, ήδη από την τρίτη χιλιετία π.Χ., αλλά η χρονολογία της άφιξής του στην Ελλάδα είναι προβληματική. Σφραγίδα που βρέθηκε στην Κάτω Ζάκρο και κατασκευάστηκε πιθανότατα τον δέκατο έκτο αιώνα π.Χ. απεικονίζει δύο κόκορες που αντικρίζουν ο ένας τον άλλο σ' ένα βωμό, αλλά το πουλί δεν παρουσιάζεται στην τέχνη της ηπειρωτικής Ελλάδας μέχρι τον έβδομο αιώνα, ενώ στη λογοτεχνία η πρώτη μνεία βρίσκεται στον Θέογνη στ. 864. Η άμεση πηγή από την οποία έφτασε μαζικά στην Ελλάδα κατά τον έβδομο αιώνα ήταν η Περσία, γι' αυτό και ονομαζόταν συνήθως «περσικό πτηνό» (π.χ. Κρατίνος απ. 279, Αριστοφάνης, Όρνιθες 485). Στην Αίγυπτο ομοίως ο κόκορας εμφανίζεται στην τέχνη ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα π.Χ., αλλά το πουλί δεν εξετράφη συστηματικά εκεί μέχρι την πτολεμαϊκή εποχή. Φαίνεται πιθανό ότι και στα δύο μέρη, ακόμη και στη δεύτερη χιλιετία, οι κόκορες εκτρέφονταν ως μαχητές βραβείων (εξ ου και το όνομα ἀλέκτωρ, που σημαίνει «αυτός που απωθεί»), ενώ η θρεπτική αξία τόσο της σάρκας όσο και των αυγών αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα, οδηγώντας μόνο από τον έκτο αιώνα π.Χ. στην ευρεία εκτροφή του στην Ελλάδα, όπου οι κάτοικοι της Δήλου λέγεται ότι πρώτοι έμαθαν πώς να παχαίνουν τις κότες (Πλίνιος, NH 10.139-40).
Οι καλύτερες όρνιθες, σύμφωνα με τον Πλίνιο (ΗΝ 10.156), είχαν όρθιο λειρί, μαύρα φτερά, κόκκινα ράμφη και άνισα νύχια. Εγχειρίδια για τους αρχαίους ορνιθοτρόφους διατηρούνται τόσο στα Ελληνικά (Γεωπονικά 14.7.1-30) όσο και στα Λατινικά (Βάρρων, De re rustica 3.9, Columella 8.2-8) και λεπτομερείς περιγραφές της συμπεριφοράς των πουλιών (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής όρεξής τους όλο το χρόνο, εκτός από δύο μήνες το χειμώνα, και της συνήθειας του κόκορα να εκτρέφει τους νεοσσούς του, όταν η μητέρα τους είχε πεθάνει) υπάρχουν ήδη στον Αριστοτέλη (544a29-33, 558b11-14, 770a7-23).
Αρκετές ράτσες ξεχωρίζουν: ιλλυρικές όρνιθες που γεννούν δύο ή τρεις φορές την ημέρα (Αριστοτέλης 842b31-3) και δύο ράτσες από την Τανάγρα: η μία μαύρη σαν κοράκι, με κόκκινο λοφίο και λειρί, και μία που εκτρεφόταν για μάχη (Παυσανίας 9.22.4). Οι κοκορομαχίες παρέμειναν δημοφιλές θέαμα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη σε όλη την αρχαιότητα (π.χ. Αριστοφάνης, Αχαρνείς 165, Όρνιθες 759, 1364-7, Συμπόσιο Ξενοφώντος 4.9, Αισχίνης 1.53, Αριστοτέλης 536a27-8, Βάρρων, De re rustica 3.9.5-6, Πλίνιος, HN 10.48) και τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του κόκορα ήταν καλά αναγνωρισμένα: μαχητικότητα, υπερηφάνεια, σεξουαλική όρεξη και εγρήγορση. Το πουλί συνδέθηκε με θεότητες όπως η Αθηνά, η Δήμητρα και ο Ερμής.
Η συνήθεια του κόκορα να λαλεί λίγο πριν το ξημέρωμα από παλιά θεωρούνταν ως μια κλήση αφύπνισης (π.χ. Θέογνης 864, Βατραχομυομαχία 192, Πλάτων, Συμπόσιο 223c, Πλίνιος, HN 10,46), αλλά παραδόξως ο ήχος που έκανε συχνά παρομοιάζεται με τη φωνή του κούκου, κοκκυσμός, κοκκύζω (π.χ. Σοφοκλής απ . 791 Radt, Κρατίνος απ. 344, Αριστοτέλης 631b28, Θεόκριτος 7.48, 123-4).
Κότες και (συχνότερα) κόκορες εμφανίζεται συχνά στην τέχνη, στα νομίσματα και στα αγγεία, στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά και τη ζωγραφική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εικόνες με κοκορομαχίες (π.χ. αττική ερυθρόμορφη κούπα του 400 π.Χ., έργα ζωγραφικής στα σπίτια του Βεττίων και του Πολύβιου στην Πομπηία) και απεικονίσεις ζώντων πτηνών που κομίζονται ως δώρα εραστών (σε αττικά αγγεία).


[Πηγή: W.Geoffrey Arnott, BIRDS IN THE ANCIENT WORLD FROM A TO Z, Routledge 2007]


heterophoton

from The Secret Real Truth http://ift.tt/2fGugSm
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου